ἀφαιροῦν

ἀφαιροῦν
ἀφαιρέω
take away from
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
ἀφαιρέω
take away from
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
ἀφαιρέω
take away from
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
ἀφαιρέω
take away from
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλλοπαίρνω — 1. βλάπτω τον νου κάποιου λέγεται για τα δαιμόνια τα οποία κατά τη δοξασία τού λαού προσβάλλουν αιφνίδια κάποιον και τού αφαιρούν το λογικό 2. νομίζω, εκλαμβάνω κάτι σαν κάτι άλλο 3. (παθ. μτχ.) αλλοπαρμένος*, η, ο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο * + παίρνω] …   Dictionary of Greek

  • αφρολόγος — ο τρυπητή κουτάλα με την οποία αφαιρούν τον αφρό από φαγητό που βράζει …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • προεξαιρώ — έω, Α [ἐξαιρῶ] 1. εξαιρώ προηγουμένως κάτι 2. κυριεύω, κατακτώ προηγουμένως 3. παθ. προεξαιροῡμαι χάνω, μού αφαιρούν προηγουμένως κάτι …   Dictionary of Greek

  • ταχίνι — Κοινή ονομασία του σησαμοπολτού, παχύρρευστης ουσίας, η οποία παρασκευάζεται από τους σπόρους του σησαμιού. Για να παρασκευάσουν τ. βρέχουν το σησάμι με αλμυρό νερό και το φουρνίζουν σε φούρνο χαμηλής θερμοκρασίας. Έπειτα το αποφλοιώνουν και το… …   Dictionary of Greek

  • τσιμπιδάκι — το, Ν [τσιμπίδι] υποκορ. μικρό τσιμπίδι που χρησιμοποιούν οι γυναίκες για να αφαιρούν τρίχες από τα φρύδια τους ή να συγκρατούν τα μαλλιά τους …   Dictionary of Greek

  • τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την …   Dictionary of Greek

  • Αιτωλίας και Ακαρνανίας ή Αιτωλοακαρνανίας, νομός — Νομός (5.461 τ. χλμ., 224.429 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος. Πρωτεύουσα του ν.Α. είναι το Μεσολόγγι (12.225 κάτ.). Αντιστοιχεί με μικρές διαφορές στις περιοχές της αρχαιότητας Αιτωλία και Ακαρνανία. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Φωκίδος …   Dictionary of Greek

  • αλδεΰδες — Οργανικές ενώσεις, στο μόριο των οποίων μετέχει μια ομάδα ατόμων με χαρακτηριστική δομή, η λεγόμενη αλδεϋδομάδα. Αυτή αποτελείται από ένα άτομο άνθρακα, ένα υδρογόνου και ένα οξυγόνου ( CHO). Είναι γνωστές διάφορες χρωστικές αντιδράσεις που… …   Dictionary of Greek

  • Αλεμάν, Ματέο — (Mateo Aleman, 1547 – 1615). Ισπανός συγγραφέας. Έγραψε, μεταξύ άλλων, ένα από τα καλύτερα πικαρεσκικά μυθιστορήματα, τη Ζωή του Πίκαρο Γκουθμάν ντε Αλφαράτσε (Vida delpicaro Guzman de Alfarache).Γρήγορα έγινε εξαιρετικά δημοφιλής και γνωστός στο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”